- αστειολογία
- η шутливые слово, шутки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αστειολογία — η αστεϊσμός … Dictionary of Greek
ἀστειολογίας — ἀστειολογίᾱς , ἀστειολογία clever talking fem acc pl ἀστειολογίᾱς , ἀστειολογία clever talking fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειολογίαι — ἀστειολογίᾱͅ , ἀστειολογία clever talking fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστειολογιῶν — ἀστειολογία clever talking fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
αβδελλοκόκκαλο — το το κόκκαλο τής (α)βδέλλας, δηλ. το ανύπαρκτο, γιατί ή βδέλλα δεν έχει κόκκαλο. Η λέξη χρησιμοποιείται μεταφορικά για καθετί ανύπαρκτο και φανταστικό, όπως λ.χ. στις φρ. «έκατσε στον λαιμό του ένα αβδελλοκόκκαλο» (σε αστειολογία) «πουλάει… … Dictionary of Greek
παιζόγελως — παιζόγελως, ὁ (Μ) αστειολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παίζω + γέλως] … Dictionary of Greek
παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… … Dictionary of Greek
αστειολόγημα — αστειολόγημα, το και αστειολογία, η χαριτολόγημα, χαριτολογία: Τα αστειολογήματά του τις περισσότερες φορές ήταν κακόγουστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαιδρολόγημα — το, ατος ευθυμολογία, χαριτολόγημα, αστειολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)